Θα ήταν σοφή επιλογή, για ψυχολόγους και coaches που ενδιαφέρονται για μια επιστημονικά τεκμηριωμένη πρακτική, να αγνοήσουν το NLP. Με αυτό καταλήγουν στα συμπεράσματά τους οι Passmore & Rowson (2019) από το Henley Centre for Coaching, μελετώντας την επιστημονική βάση του Νεύρο-γλωσσικού Προγραμματισμού (NLP).
Η απόρριψη του NLP ως μία ακόμη προσέγγιση στο Coaching.
Την άνοιξη του 2019, το International Coaching Psychology Review, επιστημονικό περιοδικό του Βρετανικού Ψυχολογικού Συλλόγου (BPS) που εκδίδεται σε συνεργασία με τον Αυστραλιανό Ψυχολογικό Σύλλογο, αφιέρωσε ένα τεύχος στο NLP. Σκοπός αυτού του ειδικού αφιερώματος ήταν να διερευνήσει κατά πόσο, εν τέλει, το NLP έχει επιστημονική βάση ώστε να καταλήξουμε εάν μπορεί να γίνει αποδεκτή μια NLP προσέγγιση στο Coaching ή όχι (NLP Coaching). Η απάντηση είναι, ξεκάθαρα, όχι.
Tα τελευταία 40 χρόνια, το NLP έχει γνωρίσει μια τεράστια διάδοση ως η “μεθοδολογία της αλλαγής” και του “προγραμματισμού” του νου και της συμπεριφοράς. Είναι όντως τεράστια η δημοτικότητά του ανάμεσα σε “εκπαιδευτές” της σκέψης, συμβούλους προσωπικής & επαγγελματικής ανάπτυξης, και “γκουρού” της αλλαγής. Ωστόσο, αυτή η δημοτικότητα δεν συνοδεύεται με μια αντίστοιχη αποδοχή του από την επιστημονική κοινότητα. Οι περισσότεροι συνάδελφοι στέκονται με επιφυλακτικότητα απέναντι στο NLP, καθώς οι τεχνικές του είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενες. Δεν θεωρούνται αξιόπιστες και έγκυρες σύμφωνα με τα επιστημονικά κριτήρια.
Ερευνητικά, φαίνεται ότι περισσότεροι άνθρωποι εκπαιδεύονται ή εκπαιδεύουν στο NLP, και πολύ λιγότεροι ασκούν “NLP πρακτική” σε τρίτους ως μία μέθοδο υποστήριξης της προσωπικής και επαγγελματικής ανάπτυξης. Αυτό καταδεικνύει την εγκαθίδρυση μιας βιομηχανίας παρά μιας ολοκληρωμένης πρότασης για παρέμβαση.
Η βιβλιογραφία του NLP
Η διάδοσή του οφείλεται κυρίως σε βιβλία που είναι εύκολο κανείς να διαβάσει, δεν απαιτούν κάποιο υπόβαθρο και εστιάζουν περισσότερο στο πώς μπορείς να πετύχεις την αλλαγή αποστηθίζοντας τεχνικές που υλοποιούνται σε απλά βήματα. Είναι η λεγόμενη βιβλιογραφία του «πώς να το κάνεις» και όχι μια βιβλιογραφία που νοιάζεται για την θεωρητική βάση και την τεκμηρίωση αυτών που πρέπει να κάνει κάποιος.
Δεν υπάρχουν επαρκείς εμπειρικές μελέτες, πρωτογενείς έρευνες που να αποδεικνύουν την αποτελεσματικότητα του NLP και να ακολουθούν τους κανόνες της επιστήμης όπως την γνωρίζουμε στη Δύση. Εδώ και 40 σχεδόν χρόνια καταγράφονται μόλις 40 δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά, αριθμός που σε καμία περίπτωση δεν στοιχειοθετεί την βασιμότητα του NLP, και ανάμεσά τους δεν υπάρχει ούτε μία Tυχαιοπημένη Eλεγχόμενη Δοκιμή (Randomized ControlledTrial). Τα περισσότερα από αυτά τα άρθρα είναι βιβλιογραφικές ανασκοπήσεις, παρουσιάσεις εννοιών και συσχετίσεις με θεωρητικές σχολές όπως η Συστημική Σκέψη (Passmore & Rowson, 2019)
Το μεγαλύτερο μέρος της NLP βιβλιογραφίας, ποπ και επιστημονικής, έχει εκδοθεί μέχρι και την δεκαετία του 1990, και χαρακτηρίζεται από ασάφεια τόσο σε σχέση με την αποτελεσματικότητα της μεθόδου και για το περιεχόμενό της.
H επιστημονική & θεωρητική βάση του NLP
Το NLP βασίζεται κυρίως σε πρακτικές αρχές παρά σε μία εκτεταμένη και έγκυρη θεωρία. Εστιάζει στο πώς και όχι στο γιατί της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Έτσι, το “πρόγραμμα” το οποίο έχει “εγκατασταθεί” στους ανθρώπους γίνεται αντιληπτό ως άχρονο, μεμονωμένο, χωρίς ιστορία, αποκομμένο από την προσωπικότητα. Οπότε η “επαναρρύθμισή” του είναι θέμα τεχνικής επεξεργασίας μικρής διάρκειας με άμεσα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, για πολλά χρονιά η κοινότητα του NLP επικαλείται τη θεωρία του προτιμώμενου συστήματος αναπαράστασης (Preferred Representation System), η οποία τελικά παραμένει ανεπιβεβαίωτη (Risket al., 2019). Και κανείς δεν ενδιαφέρεται για αυτό.
Ενδεικτικά παραθέτω τρεις από αυτές τις πρακτικές αρχές. Στα σχετικά άρθρα (Grant, 2019) θα βρείτε περισσότερο υλικό:
- Ο χάρτης δεν είναι η επικράτεια. Αυτό σημαίνει ότι η αντίληψη της πραγματικότητας είναι μια, αρχικά, υποκειμενική υπόθεση. Ο καθένας βλέπει τον κόσμο με τα δικά του φίλτρα.
- Ο νους και το σώμα αποτελούν ένα ενιαίο σύστημα. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη σύνδεση ανάμεσα στην ψυχική και σωματική μας κατάσταση.
- Εάν κάτι που κάνεις δεν λειτουργεί, δοκίμασε κάτι άλλο. Αυτό σημαίνει ότι για να είναι κάποιος αποτελεσματικός, θα πρέπει να είναι ευέλικτος και προσαρμοστικός.
Δύσκολα μπορεί να διαφωνήσει κάποιος με αυτές τις πρακτικές αρχές. Ωστόσο, μια ατέρμονη λίστα από αυτές, δεν αρκεί για να δομηθεί μια ολοκληρωμένη θεωρία και να στοιχειοθετηθεί, τεκμηριωμένα, μια μεθοδολογία παρέμβασης στον τρόπο που σκέφτονται, αισθάνονται και συμπεριφέρονται οι άνθρωποι. Είναι αρχές και ιδέες που μπορεί να βοηθήσουν κάποιον να αναστοχαστεί και να επεξεργαστεί τις βεβαιότητές του. Αυτό όμως δεν αποτελεί, σε καμία περίπτωση, πλαίσιο αναφοράς εγκεκριμένης μεθόδου παρέμβασης.
Το NLP ξεκίνησε και παρέμεινε κάτι αμφιλεγόμενο, με επικριτές, υποστηρικτές και ένα μεγάλο κενό επιστημονικής τεκμηρίωσης. Σε αυτή τη βάση, η ευκολία με την οποία τα μέλη της κουλτούρας του NLP αυτοπαρουσιάζονται ως masters και ειδήμονες της αλλαγής, ήρθε και ακύρωσε το αυθεντικό ενδιαφέρον αρκετών συναδέλφων για το NLP.. Άνθρωποι που δεν διαθέτουν σχετικό ή επαρκές πανεπιστημιακό υπόβαθρο, δεν έχουν την γνώση να αξιολογήσουν το θεωρητικό πλαίσιο των πρωτοκόλλων που εφαρμόζουν και δεν έχουν εκπαιδευτεί σε αυτό που λέμε κριτική σκέψη, ανατροφοδοτούν και διαδίδουν πρακτικές και τεχνικές ως ασφαλείς, έγκυρες και αποτελεσματικές.
Καταλήγοντας
Σε μια εποχή που η έρευνα στο coaching ανθίζει, ο κλάδος της coaching ψυχολογίας αναπτύσσεται ραγδαία διεθνώς, τα προγράμματα εκπαίδευσης στρέφονται όλο και περισσότερο στο Evidence-based Coaching, οι coaching συνεδρίες εστιάζουν όλο και περισσότερο στην ουσία, σε μια εποχή που η επιστημονική γνώση μοιράζεται απλόχερα, είναι μάλλον οπισθοδρομικό να εμμένει κανείς σε εύκολες λύσεις και “μυστικές” τεχνικές της αλλαγής.
Είμαστε στην εποχή που παραθέτουμε την κριτική σκέψη απέναντι σε “γκουρού”. Το όνειρο ενός Coaching που θα έχει ασκήσεις που προκαλούν αυτόματες αλλαγές και απογειώνουν την απόδοση μονομιάς, έχει, ευτυχώς ξεθωριάσει. Και το παράδειγμα του NLP πρέπει να λειτουργήσει διδακτικά. Σε αυτή την εποχή, σύμφωνα με τους συντάκτες του ICPR, και κατά την γνώμη μου, δεν μπορεί να υπάρξει μια NLP προσέγγιση στο Coaching.
Το NLP είναι το τελευταίο κεφάλαιο της ιστορίας των σεμιναρίων “αυτοβελτίωσης” που “σου αλλάζουν τη ζωή”, που σου μαθαίνουν “πώς να το κάνεις”, χωρίς να πονέσεις προσπαθώντας να βρεις την αλήθεια σου. Είμαστε σε μια εποχή που η πόρτα του Coaching πρέπει να κλείσει για τέτοιες προσεγγίσεις.
Στο τεύχος γράφουν μεταξύ άλλων, οι:
- Anthony M. Grant†, PhD, Coaching Psychology Unit, School of Psychology, Sydney University, Australia.
- Jonathan Passmore, DOccPsych, Centre for Coaching, Henley Business School, UK & University of Evora, Portugal.
- Bruce Grimley, AFBPsS, M.D. Achieving-Lives Ltd. NLP Master trainer (International Association of NLP Institutes)
Όσοι ενδιαφέρονται, μπορούν να βρουν το τεύχος στο διαδίκτυο και να το μελετήσουν.
https://shop.bps.org.uk/international-coaching-psychology-review-vol-14-no-1-spring-2019
Photo by Jesus Loves Austin on Unsplash. ( Η προσθήκη του κειμένου είναι δική μου)
O Χαράλαμπος Πετράς είναι Ψυχολόγος, Διαπιστημένος Executive Coach, ICF PCC, EMCC SP, MISCP, και Συγγραφέας. Είναι μέλος του International Society for Coaching Psychology, ιδρυτής & διευθυντής του Athens Coaching Institute.
Σπούδασε Ανθρωπολογία, Ψυχολογία, Ιστορία και έχει εκπαιδευτεί στο Coaching, στην Συστημική Ψυχοθεραπεία, την Θεραπεία EMDR και την Εκπαίδευση Ενηλίκων. Από το 2009 εργάζεται ως επαγγελματίας Coach κυρίως με μεγάλους οργανισμούς, στελέχη διοίκησης και ηγεσίας. Βιβλία του που κυκλοφορούν είναι η “Τέχνη του Coaching”, ένα εγχειρίδιο για επαγγελματίες και η “Τέχνη των Στόχων” μια μελέτη για την ανάπτυξη και την επιτυχία. Παράλληλα, διατηρεί γραφείο ψυχολόγου όπου εργάζεται κλινικά, με ενήλικες.