Το coaching ξεκίνησε ως πρακτική στις επιχειρήσεις το 1940, ωστόσο έγινε ευρύτερα γνωστό από τη δεκαετία του 1980. Μια δεκαετία που αναδιαμορφώθηκε, σχεδόν εξ ολοκλήρου, το σύγχρονο εργασιακό περιβάλλον στις επιχειρήσεις και εμφανίστηκαν νέες ανάγκες. Η μεγαλύτερη από αυτές ήταν η διαχείριση της αλλαγής. Και σε αυτή την ανάγκη το coaching κλήθηκε να ανταποκριθεί και να απαντήσει. Το coaching αναπτύχθηκε ραγδαία και καθιερώθηκε ως τον πιο διαδεδομένο τρόπο υποστήριξης εργαζομένων. Σε αυτό το πλαίσιο, ο διαχωρισμός του και τα όρια από την ψυχοθεραπεία, αποτέλεσαν και αποτελούν ένα ζήτημα υψίστης σημασίας. Σε αυτό το κείμενο σας παρουσιάζω τις διαφορές αυτές αλλά και τη κοινή βάση που μοιράζονται.
Ομοιότητες ψυχοθεραπείας και coaching:
Tόσο η ψυχοθεραπεία όσο και το coaching μοιράζονται κοινή θεωρητική βάση. Και στις δύο περιπτώσεις μιλάμε για συνεδρίες ανάμεσα σε θεραπευτή/θεραπευόμενο, coach/coachee, που καλύπτονται από εχεμύθεια που εξασφαλίζεται από κώδικα δεοντολογίας και λειτουργούν ως «οδηγοί» αυτο-ανάπτυξης. Στηρίζονται στη σχέση εμπιστοσύνης και ισοτιμίας, που αναπτύσσεται ανάμεσα στον επαγγελματία και τον πελάτη του. Πιο συγκεκριμένα, καταγράφουμε τρεις ομοιότητες: Πρώτα απ’ όλα, και οι δύο πρακτικές βασίζονται στο «συμβόλαιο», μια ιδιαίτερη διαδικασία συμφωνίας και αποσαφήνισης στόχων που καθορίζει την έναρξη της συνεργασίας. Δεύτερη, εγκαθίσταται και διατηρείται ανάμεσα σε επαγγελματία και πελάτη η σχέση εμπιστοσύνης. Τρίτη ομοιότητα, ο πελάτης έρχεται και στις δύο περιπτώσεις με το αίτημα της αλλαγής.
Διαφορές ψυχοθεραπείας και coaching:
Οι διαφορές ανάμεσα στο coaching και την ψυχοθεραπεία είναι οι εξής:
Πρώτη. Στη ψυχοθεραπεία η εστίαση βρίσκεται στα ψυχολογικά, συναισθηματικά προβλήματα του ατόμου που επηρεάζουν το επίπεδο λειτουργίας του. Ενδέχεται στη θεραπεία να συμπεριλαμβάνεται και φαρμακευτική αγωγή κατόπιν ιατρικής αξιολόγησης. Ο θεραπευτής βοηθά τον πελάτη του να αντιμετωπίσει μια σειρά από κλινικά συμπτώματα μέσω της συμπεριφορικής, γνωστικής ή και της αναλυτικής παρέμβασης. Στη βιβλιογραφία καταγράφεται ότι κάποιοι πελάτες μπορεί να επιλέξουν το coaching ως την “εύκολη λύση” καθώς δεν δέχονται να ξεκινήσουν μια θεραπευτική σχέση. Αυτό συμβαίνει είτε επειδή αρνούνται να παραδεχτούν την ανάγκη τους για ψυχοθεραπεία, είτε εξαιτίας του στίγματος που δυστυχώς ακόμη υπάρχει σε μεγάλο βαθμό στη κοινωνία.
Από την άλλη, ένας coach εστιάζει στους στόχους του πελάτη και σε δυνατότητες που ίσως δεν αξιοποιεί. Αν και οι δύο προσεγγίσεις ασχολούνται με αναπτυξιακά ζητήματα, η ψυχοθεραπεία ενθαρρύνει την επίγνωση τραυματικών εμπειριών ενώ το coaching επικεντρώνεται στην αξιοποίηση δυνατοτήτων του ατόμου με σκοπό να αναλάβει δράση. Το coaching δηλαδή, είναι αποκλειστικά εστιασμένο στην στοχοθεσία και την δράση.
Δεύτερη διαφορά είναι οτι η ψυχοθεραπεία δίνει έμφαση στο παρελθόν του πελάτη και έτσι προσπαθεί να κατανοήσει το τρόπο που συμπεριφέρεται στο παρόν. Αντιθέτως, το coaching εστιάζει κυρίως στο παρόν και στις τρέχουσες πράξεις και δεν προσπαθεί να ερμηνεύσει με κάποιον τρόπο την συμπεριφορά του.
Τρίτη διαφορά είναι η καθοδήγηση. Ένας coach υποστηρίζει τον πελάτη ώστε να έχει την ευθύνη και την ιδιοκτησία των στόχων του. Καθοδηγεί μόνο τη διαδικασία και το πλαίσιο της συνεδρίας και όχι τον πελάτη ή το περιεχόμενο της συζήτησης. Αυτή η διαφοροποίηση είναι κάτι που μπορεί να δυσκολέψει έναν ψυχοθεραπευτή εάν θελήσει να ασχοληθεί με το coaching, καθώς ένας καλός ψυχοθεραπευτής δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι είναι και ένας καλός coach.
Τι γίνεται όταν υπάρχει παράλληλη ψυχοθεραπευτική σχέση; Σε αυτή τη περίπτωση χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή καθώς δεν πρέπει να αντικρούει η μία σχέση την άλλη. Ο πελάτης θα πρέπει να συζητήσει τους στόχους του με τον θεραπευτή του και γενικά, να μην διατηρεί δύο παράλληλες σχέσεις. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις όπου κατόπιν προσεκτικής αξιολόγησης από τους επαγγελματίες και για ορισμένο χρόνο, μια τέτοια συνεργασία μπορεί να φανεί βοηθητική.
Αξίζει να σημειωθεί πως είναι άκρως αναγκαίο ένας coach να έχει την ικανότητα να αναγνωρίζει τι μπορεί να αναλάβει και τι όχι, σε τι μπορεί να ανταποκριθεί ως coach και τι υπερβαίνει τον ρόλο του. Όταν ο coachee αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα για πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, αν οι αντιδράσεις του είναι ακραίες και το πρόβλημα δεν αφορά μια αποκλειστική κατάσταση αλλά συνδέεται και με άλλους τομείς της ζωής του, προτείνεται η παραπομπή σε επαγγελματία ψυχικής υγείας.
Σύνοψη:
Εν κατακλείδι, κοινό σημείο των δύο αυτών επιστημονικών κλάδων είναι ο άνθρωπος και η ανάπτυξή του. Ο τρόπος όμως με τον οποίο επιτυγχάνεται αυτό και το αντικείμενο της συνεργασίας τους, είναι οι μεγαλύτερες διαφορές τους. Μια ψυχοθεραπευτική σχέση βοηθά τον πελάτη να ανακτήσει τη ψυχική του ισορροπία ενώ το coaching τον ενδυναμώνει με σκοπό την ενίσχυση της αίσθησης αυτοπεποίθησης και επίτευξη των στόχων του, εστιασμένο στο σήμερα και στο αύριο.
Βιβλιογραφικές αναφορές:
Πετράς Χαράλαμπος, “Η τέχνη του coaching” (2η έκδοση) 183-211, εκδόσεις iWrite.
Vicki H., John B., Staci L., “Coaching versus Therapy, A perspective”, Consulting Psychology Journal (2001), 229-237.
Φωτογραφία από SHVETS production: https://www.pexels.com/el-gr/photo/7176322/
Η Αλίκη Γεννάδη είναι Κοινωνιολόγος (BSc Κοινωνιολογίας Παντείου Πανεπιστημίου), Πιστοποιημένη Practitioner Coach και Σύμβουλος Επαγγελματικής Σταδιοδρομίας (Πρόγραμμα Ειδίκευσης στην Συμβουλευτική και τον Επαγγελματικό Προσανατολισμό (ΠΕΣΥΠ), ΑΣΠΑΙΤΕ).