Το “Impostor Syndrome” ή στα ελληνικά το «Σύνδρομο του Απατεώνα», είναι ένας όρος που εισήχθη στην ψυχολογία το 1978 από δυο ψυχολόγους, την Dr. Pauline R. Clance και την Suzanne Α. Imes στα πλαίσια έρευνας τους σε επιτυχημένες στην δουλειά τους και εργασιομανείς γυναίκες.
Σύμφωνα με την συγκεκριμένη έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε 150 επιτυχημένες στην δουλειά τους γυναίκες, οι γυναίκες εμφάνιζαν έλλειψη υπερηφάνειας για τις επιτυχίες τους και τις απέδιδαν στην τύχη και όχι στην δική τους ικανότητα και ταλέντα, ακόμη και αν λάμβαναν συχνά επιβεβαίωση για την ικανότητα τους και τις εξαιρετικές επιδόσεις τους.
Το σύνδρομο φαίνεται να εμφανίζεται σε άτομα που έχουν υψηλές απαιτήσεις από τον εαυτό τους και που συνήθως θέτουν υψηλότερους στόχους για τις επιδόσεις τους σε σχέση με το περιβάλλον τους. Χαρακτηρίζεται από το συναίσθημα του φόβου (για την αποτυχία ή την επιτυχία), την τελειομανία και την εργασιομανία.
Σύμφωνα με τον Manfred F.R. Kets de Vries, το «Σύνδρομο του Απατεώνα» μπορεί να οδηγήσει επιτυχημένους επαγγελματίες στην αποτυχία και αυτό αντίστοιχα σε δυσλειτουργία ή ακόμη και καταστροφή του οργανισμού στον οποίο εργάζονται καθώς η αγωνία τους για την επιτυχία καλλιεργεί και αναπτύσσει τους φόβους και όχι τα ταλέντα τους.
Πως όμως αυτό συνδέεται με την νευρο-επιστήμη;
Η αγωνία που κατακλύζει πχ τους ηγέτες και η οποία καλλιεργεί τους φόβους τους για αποτυχία αντί για τα ταλέντα τους, προκύπτει γιατί οι ταλαντούχοι αυτοί επαγγελματίες συχνά εμφανίζουν κενά ως προς την αντίληψη και επίγνωση της επιτυχίας τους. Συχνά, γρήγορα βήματα επιτυχίας σχετίζονται με υποσυνείδητες διεργασίες του εγκεφάλου, οι οποίες οδηγούν κάποιες φορές τους επιτυχημένους και ταλαντούχους ηγέτες να αποζητούν χειροπιαστά στοιχεία και επιχειρήματα για την επιτυχία τους ενώ αμφισβητούν το κατά πόσο ισχύει πραγματικά η επιτυχία αυτή.
Δεν πιστεύουν στην επιτυχία τους και αυτό προκύπτει επειδή δεν θυμούνται αρκετές λεπτομέρειες από την εργασία τους ενώ κατακτούσαν το υψηλότερο βάθρο της επιτυχίας. Δεν θυμούνται σημαντικές λεπτομέρειες αυτής τους της πορείας καθώς η συνειδητή σκέψη και πράξη εμφανίζεται εν μέρει και όχι στο σύνολο της πορείας τους προς την επιτυχία. Με άλλα λόγια, δεν έχουν πολλές συνειδητές αναμνήσεις και κατ επέκταση όχι αρκετά διαθέσιμα δεδομένα τα οποία να την στοιχειοθετούν (και άρα να την αποδεικνύουν).
Επιπλέον, συχνά, υποσυνείδητες διεργασίες του εγκεφάλου οδηγούν στο να «ακούμε» το αντίθετο από αυτό το οποίο επιδιώκουμε και είμαστε ικανοί να κάνουμε (αποτυχία αντί της επιτυχίας) κάτι που έχει αντίκτυπο στις τελικές πράξεις μας. Το άγχος πχ του ηγέτη, περιορίζει την συνειδητή κατάσταση του μυαλού του και επίγνωση του τι σκέφτεται και πως πράττει. Το άγχος του για την αποτυχία τον οδηγεί σε μια παγίδα καθώς του μπλοκάρει την συνειδητή σκέψη (και άρα πράξη), υπερισχύει το υποσυνείδητο και φαίνεται να χάνει τον έλεγχο των καταστάσεων.
Τι μπορεί να κάνει ένας coach που δουλεύει με έναν ηγέτη ο οποίος εμφανίζει αυτό το σύνδρομο;
Καταρχήν το να προλάβεις την εκδήλωση του είναι προτιμητέο απο το να κληθείς να την “θεραπεύσεις”. Ο Coach, στα πλαίσια της συνεργασίας τους μπορεί να αναφερθεί και να εξηγήσει στον ηγέτη coachee πως ενδέχεται να υπάρχει μια “γκρίζα” περιοχή στην πορεία προς την επιτυχία ή ακόμη και αφού την έχει κατακτήσει, και αυτή δεν είναι άλλη απο την πλευρά της “αμφισβήτησης” και αναρώτησης για την πραγματική ύπαρξη της ή οχι.
Όταν στα πλαίσια της συνεδρίας ο ηγέτης δυσκολεύεται να σκεφτεί απαντήσεις στο σχετικό ερώτημα, ενδέχεται αυτό να σημαίνει οτι πολλά απο τα σημαντικά σημεία της επιτυχίας του εντάσσονται σε ένα υποσυνείδητο πλαίσιο. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο Coach θα χρειαστεί να επενδύσει χρόνο και ποιότητα ενθαρρύνοντας τον coachee να μιλήσει ελεύθερα και εκφράζοντας τις σκέψεις του σε πλαίσιο αυτοσχεδιασμού αναζητώντας περισσότερες οπτικές και λεπτομέρειες.
Μια άλλη οπτική αφορά στην διαχείριση του στρες και πως αυτό μπορεί να συσχετιστεί με το μπλοκάρισμα του συνειδητού και την ενίσχυση του ασυνείδητου. Η επιτυχής διαχείριση του στρες, θα βοηθήσει τον ηγέτη σε μια πιο συνειδητή προσέγγιση των ενεργειών του που συντελούν στην επιτυχία και άρα θα έχει περισσότερα απτά στοιχεία ως αποδείξεις της αξίας του και ως εκ τούτου λιγότερη αμφισβήτηση για τις δικές του προοπτικές και ταλέντα.
Στα πλαίσια των συνεδριών, η νευροεπιστήμη αποτελεί πηγή που μας παρέχει αρκετά εργαλεία να εργαστούμε με το “Σύνδρομο του Απατεώνα” ειδικά στον χώρο την επιχειρήσεων, με ηγέτες που έχουν κατακτήσει την επιτυχία και έχουν την δυνατότητα και ταλέντο να συνεχίσουν να την κατακτούν.
Βιβλιογραφία / Πηγές
Your Brain and Business, the Neuroscience of Great Leaders, Srinivasan S. Pillay
THE IMPOSTOR PHENOMENON IN HIGH ACHIEVING WOMEN: DYNAMICS AND THERAPEUTIC INTERVENTION PAULINE ROSE CLANCE SUZANNE AMENT IMES, PSYCHOTHERAPY: THEORY, RESEARCH AND PRACTICE VOLUME 15, #3 , FALL, 1978
www.shutterstock.com
Η Αγγελική Παπαγεωργίου είναι Οργανωσιακή Ψυχολόγος και Executive Coach, με πολυετή εμπειρία ως Διευθύντρια Ανθρώπινου Δυναμικού.
Εργάζεται στον χώρο του Ανθρώπινου Δυναμικού και των επιχειρήσεων για πάνω από 22 χρόνια, σε ρόλους ευθύνης και εξειδίκευσης, σε πολυεθνικές και ελληνικές εταιρείες.
Έχει πραγματοποιήσει χιλιάδες ώρες επαγγελματικών συνεντεύξεων, εκπαίδευσης και συμβουλευτικής σε στελέχη κλάδων όπως ο Εμπορικός, ο Φαρμακευτικός, της Βιομηχανίας αλλά και παροχής υπηρεσιών.
Διαθέτει πτυχίο Ψυχολογίας (BA, Psychology), Μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών στην Διοίκηση Επιχειρήσεων με ειδίκευση στην Διοίκηση Ανθρώπινου Δυναμικού (ΜΒΑ, specialization in HRM) και έχει εκπαιδευτεί επι σειρά ετών σε ψυχομετρικά εργαλεία και εργαλεία ανάπτυξης.
Το 2021 ολοκλήρωσε με επιτυχία τις σπουδές της στο Evidence Based Coaching από το Athens Coaching Institute, πιστοποιημένο από το European Mentoring & Coaching Council και το Association for Coaching, 2 παγκοσμίως αναγνωρισμένους οργανισμούς.
Στα πλαίσια της περαιτέρω ατομικής πιστοποίησης της, συνεχίζει και συμμετέχει ενεργά σε δράσεις σχετικές με τον κλάδο του Coaching και παρέχει Executive και Leadership Coaching σε στελέχη που επιθυμούν επαγγελματική ή προσωπική ανάπτυξη και εξέλιξη.